ιεροτελεστικός

ιεροτελεστικός
-ή, -ό (Μ ἱεροτελεστικός, -ή, -όν) [ιεροτελεστία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεροτελεστία, ιερουργικός
2. ο κατάλληλος για τέλεση ιεροπραξιών.
επίρρ...
ιεροτελεστικώς και -ά
νεοελλ.
με ιεροτελεστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιεροτελεστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στην ιεροτελεστία ή έχει τα χαρακτηριστικά της: Ιεροτελεστικές κινήσεις. – Ιεροτελεστικός τρόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιερουργικός — ή, ό επίρρ. ά ιεροτελεστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”